“Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, μαζί μου ήταν πολύ περιποιητικός και δοτικός. Κάναμε μια πολύ ωραία ζωή που περιλάμβανε πολλά ταξίδια, ωραίες διακοπές, γεύματα σε ακριβά εστιατόρια, ανθοδέσμες, πολυτελή δώρα, ασταμάτητα τηλεφωνήματα και βομβαρδισμό μηνυμάτων. Έκανε τα πάντα για να μου δείξει ότι είμαι η μία και μοναδική. Δεν μπορούσα να διακρίνω τα σημάδια της υπερβολής, δε με βοηθούσε η ηλικία μου, η αγνή ψυχή μου, το απονήρευτο μυαλό μου και η ερωτευμένη καρδιά μου. Όλα ήταν ένα θέατρο. Φαινομενικά είχα μπροστά μου έναν εμφανίσιμο άνδρα με κοινωνικό στάτους, ο οποίος ήταν μορφωμένος, είχε μια καλή δουλειά, υψηλές γνωριμίες και δήλωνε ερωτευμένος μαζί μου.
Η αλήθεια απείχε πολύ από αυτό: ήταν ένας άνδρας που είχε κάνει ήδη έναν πρώτο γάμο τον οποίο επίσης μου είχε κρύψει, είχε ήδη ένα διαζύγιο στην πλάτη του, στη συνέχεια είχε κάνει ένα δεύτερο γάμο από τον οποίο είχε και ένα παιδί κάτι το οποίο παρέλειψε να μου πει και απατούσε και εμένα την ίδια με άλλες γυναίκες όπως έμαθα αργότερα, λίγο πριν επίσης μάθω πως είναι να είσαι περίπου “Καρολάιν”. Όταν η δεύτερη σύζυγός του έμαθε για εμένα και ζήτησε διαζύγιο, αυτός μπήκε στη διαδικασία να μου κάνει μια ασύλληπτη πλύση εγκεφάλου που κράτησε πολύ καιρό και ήταν ανελέητη προκειμένου να μην τον εγκαταλείψω.
Η βασική γραμμή υπεράσπισης του ήταν η εξής: ο γάμος του δεν πήγαινε καλά και θα τελείωνε – ήταν θέμα χρόνου όπως υποστήριζε- δεν ήμουν εγώ η αιτία και πως δεν μου είχε αποκαλύψει ότι είναι παντρεμένος γιατί θα με έχανε. Στη συνέχεια προσέθετε πως πλέον όλα είχαν δρομολογηθεί, θα έβγαινε το διαζύγιο και θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Επέμεινε τόσο πολύ σε όλο αυτό, που εκεί έκανα το ακόμα μεγαλύτερο λάθος να τον πιστέψω και να επιστρέψω σε αυτή την σχέση. Όλοι μου έλεγαν να μην το κάνω. Οι γονείς μου, οι φίλοι μου, ακόμα και οι δικοί του. Το λάθος ήταν ξεκάθαρα δικό μου που του έδειξα εμπιστοσύνη. Σε έναν άνθρωπο με αυτό το ιστορικό δεν έπρεπε να δείξω καμία απολύτως εμπιστοσύνη.
Απέναντί μου τους 14 μήνες που μείναμε μαζί δεν ήταν ποτέ νευρικός ή κακοποιητικός. Δεν είχε δείξει τέτοια σημάδια. Πάντοτε έμοιαζε να με νοιάζεται και προσπαθούσε να με φροντίζει μέσα όμως από χειριστικές όμως μεθόδους όπως διακρίνω πλέον μετά από τόσα χρόνια και την εμπειρία που έχω σήμερα. Με τον τρόπο του με έκανε να συζήσουμε, να φύγω από την Αθήνα και να πάω να μείνω μαζί του, να μην εργάζομαι γιατί θεωρούσε πως υπερκαλύπτει όλα μας τα έξοδα και να πηγαίνω στη σχολή μου μόνο για να δίνω τα μαθήματα την εξεταστική. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν πως βρίσκομαι σε ένα χρυσό κλουβί και πως αυτή δεν είναι μια υγιής αγάπη αλλά μια τοξική μορφή της αλλά άργησα πολύ να το καταλάβω. Είχα ξαφνικά βρεθεί σε ένα ξένο μέρος, χωρίς τους φίλους μου, μακριά από την οικογένειά μου, χωρίς να πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο και δεν δούλευα.
Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι μου έχει συμβεί, ότι δηλαδή έχω εγκαταλείψει όλη μου τη ζωή για να ζήσω τη δική του μακριά από τον τόπο μου, την οικογένειά μου, τους φίλους μου και τη σχολή μου, άρχισα επίσης να διακρίνω και άλλα σημάδια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Διαπίστωσα λοιπόν ότι απατούσε και εμένα, όπως ακριβώς έκανε και στην γυναίκα του. Έτσι λοιπόν, μια καλοκαιρινή νύχτα του ανακοίνωσα πως ξέρω ότι είναι άπιστος και πως θέλω να χωρίσουμε. Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου για να φύγω. Όμως εκείνος είχε μια αντίδραση την οποία δεν είχα υπολογίσει καθόλου να έρχεται.
Με χτύπησε τόσο πολύ που όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, έφυγε από το σπίτι και με άφησε πεσμένη στο πάτωμα. Με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει, κάλεσα βοήθεια. Ήρθαν και με πήραν ξημερώματα κάποιοι γνωστοί των γονιών μου που τύχαινε να ζουν στην πόλη και είχα τον αριθμό τους για περίπτωση ανάγκης ώστε να με προστατεύσουν από εκείνον και μετά, επέστρεψα στο σπίτι μου όπου και πλέον είχα δυο επιλογές: να το καταγγείλω ή να μην τον καταγγείλω. Είχε ήδη αρκετές υποθέσεις ποινικές και αστικές να εκκρεμούν εις βάρος του, είχα δει πως είναι να αναβάλλονται δίκες, πόσο ψυχοφθόρα και χρονοβόρα ήταν η διαδικασία και τότε δεν πήρα τη σωστή απόφαση.
Δεν τον κατήγγειλα για ξυλοδαρμό αν και θα μπορούσα – τότε κατάλαβα γιατί το είχε κάνει και η πρώην σύζυγός του. Δεν ήταν ούτε τρελή ούτε ψεύτρα όπως εκείνος υποστήριζε.
Η αλήθεια είναι ότι βρεθήκαμε στα δικαστήρια, αλλά για άλλο λόγο, ο οποίος αφορούσε το αστικό δίκαιο διότι είχε υπεξαιρέσει δικά μου περιουσιακά στοιχεία και δεν άντεχα καν να βρεθώ στις δίκες, με εκπροσωπούσε ο δικηγόρος μου. Οι διαμάχες αυτές έληξαν πολλά χρόνια μετά και δικαιώθηκα. Αν αυτό μου είχε συμβεί σήμερα, δεν θα ντρεπόμουν και δεν θα φοβόμουν, θα είχα πάει να τον καταγγείλω την ίδια στιγμή. Τώρα ξέρω, ότι έπρεπε να σφίξω τα δόντια μου και να μην νιώσω εξευτελισμένη επειδή υπήρξα θύμα κακοποίησης.
Τότε περισσότερο ένιωθα ντροπή και ακόμα περισσότερο ανασφάλεια ότι όλοι θα μου έριχναν το φταίξιμο επειδή θα νόμιζαν ότι ‘τον έβλεπα και δεν έφευγα’ ή ‘είχε δώσει δείγματα και εθελοτυφλούσα’. Σήμερα ξέρω ότι κανένα θύμα δεν πρέπει να φοβάται ή να ντρέπεται. Μπορεί να κάναμε λάθος που δεν διαβάσαμε καλά τους οιωνούς, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να φταίμε που κακοποιηθήκαμε. Αυτά είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Ποτέ δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι συμβαίνει μέσα σε ένα σπίτι όταν κλείνουν οι πόρτες. Κανείς δεν πρέπει να κατηγορεί τα θύματα ότι θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει την κακοποίησή τους. Προσωπικά έφυγα στο πρώτο σημάδι, αλλά δεν κατηγορώ και εκείνες που δεν το κάνουν διότι δεν ξέρω τους λόγους τους. Υπάρχουν πολλά περισσότερα από αυτά που φανταζόμαστε τα οποία μπορεί να τις κρατούν σε κακοποιητικές σχέσεις παρά τη θέλησή τους. Τον τελευταίο καιρό, έχω ακούσει πολλές ιστορίες κακοποίησης να βλέπουν το φως της δημοσιότητας και αρκετά από τα θύματα να κακοποιούνται ξανά από την κοινή γνώμη.
Θα κάνω μια ευχή: να σταματήσει η έμφυλη βία σε κάθε μορφή της, οι άντρες να σταματήσουν να λειτουργούν με το χέρι σηκωμένο και οι γυναίκες να έχουν περισσότερο θάρρος από εμένα τότε και να καταγγέλλουν τα περιστατικά βίας που δέχονται. Το “γιατί τώρα” δεν είναι ερώτημα. Το κάθε θύμα χρειάζεται το δικό του χρόνο για να πάρει την πολύ γενναία απόφαση να μιλήσει για οτι του συμβαίνει. Είναι εξωφρενικό μια κοινωνία να στέκεται στα λάθη του θύματος και όχι στα λάθη του θύτη. Κι όμως αυτό συμβαίνει.
Σαφώς και η δική μου ιστορία, όπως και εκατοντάδες άλλες ιστορίες κακοποίησης δεν κατέληξε στο φυσικό μου θάνατο, όμως κάθε κακοποίηση, μικρή ή μεγάλη είναι ένας μικρός θάνατος. Θάνατος της ψυχής, της αξιοπρέπειας, της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού. Ακόμα και μια σφαλιάρα να δεχθείς από κάποιον είναι ανεπίτρεπτο. Ας μη βάζουμε τη βία σε ζυγαριές. Η βία είναι βία και δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου.
Ακόμα και τώρα που βρήκα το θάρρος να γράψω αυτό που μου συνέβη ήμουν σίγουρη ότι πολλοί εκεί έξω θα αμφισβητήσουν, θα κατακρίνουν ή θα είναι δύσπιστοι. Δεν με νοιάζει όμως πια. Πέρασαν περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια που μόνο εγώ ξέρω πως διαμορφώθηκε μέσα μου η άποψη για τους άνδρες, τις σχέσεις, την κοινωνία και τη ζωή. Ξέρω πλέον πως η αλήθεια πρέπει να λέγεται αργά ή γρήγορα και να ακούγεται για να δείξει τη δύναμή της απέναντι στην αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Εγώ έφυγα από εκείνη τη σχέση ζωντανή. Κάποιες άλλες γυναίκες όμως δεν τα καταφέρνουν. Εγώ έφυγα από εκείνη τη σχέση αμέσως μόλις υπέστην βία. Κάποιες άλλες γυναίκες όμως δεν έχουν την δύναμη. Και πρέπει να δείξουμε ότι μπορούμε να τις βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε η δύναμή τους.”
H Έλενα Φάκου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας