“Πήγαινα σε οικοτροφείο από τα 13 μου μέχρι τα 16. Εκεί, ένα παιδί που γνώριζε ότι ήμουν γκέι και πώς το έκρυβα έμαθε το τηλέφωνο της οικογένειας μου και σχεδόν κάθε βράδυ, με εκβίαζε. Μου έστελνε μηνύματα στο κινητό μου στην αρχή και με έβαζε να κάνω πράγματα άσχετα με το σεξουαλικό. Μου έλεγε για παράδειγμα να φύγω από το δωμάτιο και να πάω κάπου αλλού αλλιώς θα έλεγε στην οικογένεια μου για μένα. Σε αυτό το διάστημα δεν είχα καταλάβει ποιος ήταν με αποτέλεσμα να είναι πολύ τρομακτικό όλο αυτό που ζούσα. Μπορεί να το έκανε για παιδική πλάκα αλλά μερικές φορές γι αυτόν που τις υπομένει μόνο πλάκες δεν είναι.
Όταν πια κατάλαβα ποιος ήταν, κι εκείνος από την πλευρά του γνώριζε ότι εγώ φοβόμουνα την αποκάλυψη προχώρησε στο επόμενο στάδιο.
Κάποια βράδια εκεί που κοιμόμουνα, ερχόταν στο κρεβάτι μου με ακινητοποιούσε – ήταν και πιο δυνατός- και με το τηλέφωνο στο χέρι μου έλεγε ή να του ικανοποιήσω τις σεξουαλικές του ορέξεις ή θα τηλεφωνούσε στους δικούς μου και θα τα έλεγε όλα. Αυτό έγινε 4-5 φορές.
Το τι μου συνέβη τότε το συνειδητοποίησα με την αρχή του ελληνικού me too, όταν άκουσα τις κοπέλες, τις ηθοποιούς που τις παρενοχλούσαν. Ένα βράδυ ξαφνικά συνειδητοποίησα: “Νάνσυ, έχεις περάσει κι εσύ το ίδιο”.
Σαν να μην έφτανε αυτό, δεχόμουνα και πολύ bullying μέσα στην εστία. Έκανα μπάνιο και μου πετάγανε καυτό νερό, μου παίρνανε τα ρούχα και κυκλοφορούσα με γυμνό κορμί μέχρι να φτάσω στο δωμάτιο μου, με έπαιρναν μάτι, με πειράζανε όλη την ώρα, μου μιλάγανε άσχημα, δεν είχα παρέες ούτε στο σχολείο ούτε και στην εστία. Ντρεπόμουν να ζητήσω από κάποιον βοήθεια. Και στην 1η λυκείου που βρήκα ένα εξαιρετικό καθηγητή ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μίλησα. Ακόμα και μία συμμαθήτρια που της αποκάλυψα ότι είμαι γκέι μου μίλησε πολύ άσχημα, του τύπου “είσαι ανώμαλος, είσαι λάθος της φύσης”, πράγματα που αργότερα ξανάκουσα. Στη δευτέρα λυκείου παράτησα το σχολείο και γύρισα στο πατρικό μου γιατί μου συμπεριφερόντουσαν πολύ άσχημα και είχα φτάσει να σκεφτώ και την αυτοκτονία.
Κάποια χρόνια αργότερα κι ενώ πλέον ήμουν Νάνσυ, πήγαμε σε ένα νησί με τους φίλους μου. Ένα βράδυ έχουμε βγει έξω – εν τω μεταξύ όλο το νησί είχε μάθει ότι έχουν έρθει “αυτά” τα παιδιά – και όπως διασκεδάζαμε στο μαγαζί ξαφνικά με πιάνει ο κολλητός μου και με φιλάει. Δεν ήταν κάτι χυδαίο, ήταν ένα απλό φιλί αλλά ξαφνικά ήμασταν σαν τις μύγες μέσα στο γάλα. Όλο το μαγαζί μαζεύτηκε σε μία γωνία, μακριά από εμάς. Όταν περνούσαμε από κοντά τους για να πάμε τουαλέτα μας έσπρωχναν και το ένστικτο μου μου έλεγε “σήκω φύγε τώρα”. Παρένθεση, τα ίδια ρούχα, το ίδιο μακιγιάζ που είχα εκείνο το βράδυ, τα είχα δει ένα μήνα πριν στον ύπνο μου – σαν καρμικό. Εν τέλει μας λένε κάποιοι θαμώνες “σηκωθείτε φύγετε γιατί θα γίνει μακελειό”. Φύγαμε αλλά και πάλι έγινε μακελειό. Βγήκαν 30 άτομα, αγόρια και κορίτσια, μας βρίζανε, κρατούσαν απειλητικά καρέκλες, ξύλα. Βγαίνοντας απομόνωσαν εμένα κι ένα άλλο παιδί που μας είχαν βάλει στο μάτι και μας χώρισαν. Εμένα με είχαν περικυκλώσει 10 άτομα κι ένα παιδί που δεν θυμάμαι καν το πρόσωπο του μου είπε “αυτά που κάνετε δεν ανήκουν εδώ πέρα, αυτά ανήκουν σε άλλο νησί – εννοώντας τη Μύκονο- εδώ είμαστε straight και δεν ανεχόμαστε κανένα τσουτσέκι να προσβάλει με αυτό τον τρόπο τον τόπο μας”. Του έλεγα ήρεμα ότι θα φεύγαμε αλλά εκείνος όλο και πλησίαζε απειλητικά κι έχει φτάσει τόσο κοντά το πρόσωπο μου που ήταν σα να περίμενε τη στιγμή που θα τον ακουμπήσω ώστε να έχει αφορμή για να επιτεθεί. Και όπως του κάνω “εντάξει, άσε με να φύγω” ακουμπώντας τον, λέει “τι έκανες ρε βρομόπουστα, με ακούμπησες, με λέρωσες, θα με κολλήσεις τίποτα” και μου ρίχνει μία μπουνιά στο στόμα και πέφτω κάτω. Δεν ξέρω αν με χτύπησε κι αλλού. Απλά θυμάμαι ότι άνοιξα τα μάτια μου και μετά… μαύρο. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο παρά μόνο ότι κάποια στιγμή που περπατούσα ήμουν μέσα στα αίματα. Το πιο τραγικό είναι πώς πριν λιποθυμήσω είδα να μας τραβάνε βίντεο όσο μας έβριζαν κορίτσια και αγόρια. Και ήταν νέοι άνθρωποι. Το πολύ μέχρι 25 ετών…”
Η Νάνσυ είναι ελεύθερη επαγγελματίας